- ἐπιμήθεια
- ἐπιμήθ-εια, ἡ,A second thoughts, afterthoughts, opp. προμήθεια, Corn. ND18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμήθεια — η το να σκέφτεται κανείς μετά την πράξη του, η υστερνή σκέψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμηθείας — ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem acc pl ἐπιμηθείᾱς , ἐπιμήθεια second thoughts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμήθειαν — ἐπιμήθεια second thoughts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)